νεογυίους

νεογυίους
νεόγυιος
with young limbs
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δαίνυμι — και δαινύω (Α) Ι. 1. προσφέρω γεύμα ή συμπόσιο (φρ., «δαίνυμι γάμον ή τάφον» προσφέρω συμπόσιο γαμήλιο ἤ επιτάφιο 2. φιλεύω κάποιον με κάτι («τὸν... Αστυάγης ἀνόμῳ τραπέζῃ ἔδαισε») II. δαίνυμαι 1. συμποσιάζω, ξεφαντώνω 2. τρώγω κάτι, εξαντλώ κάτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”